- ἀντιθετικῶς
- ἀντιθετικῶςἀντιθετικόςsetting in opposition: adverbial
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
ἀντιθετικῶς — ἀντιθετικός setting in opposition adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ισόλεκτος — ἰσόλεκτος, ον (Μ) (για στίχους) αυτός που αποτελείται από ίσες, δηλ. ισοσύλλαθες λέξεις, ή, κατ άλλη ερμηνεία, που έχει συντεθεί αντιθετικώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + λεκτος (< λέγω), πρβλ. καινό λεκτος, κοινό λεκτος] … Dictionary of Greek